- περίζωση
- ηπεριτύλιξη, περικύκλωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περίζωση — η / περίζωσις, ώσεως, ΝΜΑ [περιζώννυμι] το να περιζώνει κάποιος κάτι ή να περιζώνεται με κάτι … Dictionary of Greek
περιζώσῃ — περιζώσηι , περίζωσις praecinctus fem dat sg (epic) περιζώννυμαι aor subj mid 2nd sg περιζώννυμαι aor subj act 3rd sg περιζώννυμαι fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… … Dictionary of Greek
διάζωση — η (Α διάζωσις, εως) [διαζωννύω] περίζωση … Dictionary of Greek
ζώση — η (AM ζῶσις) [ζώννυμι] η ενέργεια τού ζώνω, το ζώσιμο, η περίζωση νεοελλ. η τοποθέτηση και το σφίξιμο τής ζώνης γύρω από τη μέση νεοελλ. μσν. η μέση, η οσφύς μσν. αρχ. η ζώνη … Dictionary of Greek
κατάζωσις — κατάζωσις, ἡ (Α) [καταζώννυμι] περίζωση, ζώσιμο … Dictionary of Greek
σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή … Dictionary of Greek